Η περίοδος της καραντίνας ανέδειξε ένα ακόμη πρόβλημα, αυτό της υπερβολικής χρήσης ηλεκτρονικών συσκευών από τα παιδιά. «Νόμιμα» πλέον, εφόσον όλη η εκπαιδευτική διαδικασία υλοποιούνταν μέσω υπολογιστών. Επίσης μεγάλο μέρος της ψυχαγωγίας και της κοινωνικοποίησης παιδιών και εφήβων γινόταν αποκλειστικά μέσω κοινωνικών δικτύων, και όχι με φυσική συναναστροφή.
Η καραντίνα μπορεί να έληξε και τα σχολεία φέτος να λειτούργησαν δια ζώσης, προικοδότησε όμως σε μεγάλο μέρος των παιδιών μία κατάσταση εξαρτητική προς τις συσκευές και τα δίκτυα. Παιδιά και έφηβοι έχουν αποκτήσει προσωπικές συσκευές (ακόμη κι όσοι δεν είχαν) ή τουλάχιστον την ελευθερία να χρησιμοποιούν για περισσότερη ώρα υπολογιστή. Προβληματισμός έχει γεννηθεί στους γονείς, οι οποίοι μεταφέρουν στους εκπαιδευτικούς τις ανησυχίες τους. Όλοι όσοι συναναστρεφόμαστε με παιδιά γνωρίζουμε πόσο επίμονα μπορούν να γίνουν, συνεπώς η διαχείριση του χρόνου μπροστά σε οθόνες δεν είναι υπόθεση ούτε εύκολη ούτε ευχάριστη για τους γονείς τους.
Χρειάζεται όμως να μπουν όρια και μόνο οι γονείς μπορούν να τα θέσουν, μετά από συζήτηση με τα παιδιά, στην οποία θα εξηγούν τι πρόκειται να κάνουν και τον λόγο για τον οποίο θα το κάνουν. Όπως και σε όλα τα υπόλοιπα, έτσι και εδώ χρειάζεται οι γονείς να έχουν άποψη για την ανατροφή των παιδιών τους. Αν έχουν άποψη και γνωρίζουν τι θέλουν να πετύχουν, δεν τους πτοεί ούτε η γκρίνια του παιδιού ούτε η πιθανότητα να γίνουν – παροδικά – δυσάρεστοι.
Η υπηρεσία γονικού ελέγχου μπορεί να εφαρμοστεί σε κάθε κινητό τελευταίας τεχνολογίας, και προσφέρει το πλεονέκτημα ότι οι γονείς ορίζουν τον ημερήσιο χρόνο χρήσης των παιδιών τους. Οι υπολογιστές, επίσης, μπορούν να βρίσκονται σε κοινή θέα στο σπίτι, ώστε να ελέγχεται η κατάσταση (επίσης, αν κάτι τέτοιο κριθεί απαραίτητο, μπορεί να ελέγχεται και το ιστορικό των ιστοσελίδων που επισκέπτεται το παιδί). Τίποτα όμως δεν πρέπει να γίνεται ξαφνικά και χωρίς προειδοποίηση. Ούτε ο έλεγχος πρέπει να έχει τον χαρακτήρα της κατασκοπείας και της παραβίασης της προσωπικής ζωής.
Επίσης, η μείωση του χρόνου χρήσης δεν πρέπει να συνδεθεί στη συνείδηση του παιδιού με τιμωρία. Ούτε και το αντίθετο, να συνδεθεί δηλαδή η επιμήκυνση του χρόνου χρήσης με κάποια επιβράβευση, «επειδή το παιδί διάβασε όλα του μαθήματα και είναι επιμελές στις υποχρεώσεις του». Είναι πολύ συχνό αυτό το φαινόμενο, ειδικά στις ηλικίες του Δημοτικού (ακόμη και του Γυμνασίου) να θεωρεί ένα παιδί ως λογική διεκδίκηση τη χρήση υπολογιστών ή κινητού, εφόσον έχει ολοκληρώσει τα μαθήματά του. Αν οι γονείς δεν απεξαρτήσουν αυτά τα δύο, το παιδί δεν έχει κανένα λόγο να το κάνει από μόνο του. Γκρινιάζει και διεκδικεί όσα θεωρεί κεκτημένα.
Και φυσικά τεράστιο ρόλο παίζει και ο τρόπος χρήσης από τους γονείς. Οι ενήλικες πάντα πρέπει να δίνουμε το σωστό παράδειγμα, να δείχνουμε ότι υπάρχουν κανόνες στη χρήση συσκευών, εναλλακτικοί τρόποι χαλάρωσης και διασκέδασης και, βέβαια, πραγματική, «ζωντανή» κοινωνικοποίηση. Δεν μπορούμε – με την έννοια ότι είναι ανέφικτο – να ζητάμε από τα παιδιά μας, όσα δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε οι ίδιοι.