Η πανδημία άλλαξε τη ζωή μας με τρόπους που δεν μπορούσαμε να τους φανταστούμε. Ούτε καν στον πρώτο εγκλεισμό, τον Μάρτιο του ’20, συνειδητοποιήσαμε τι ακριβώς μας επιφύλασσε το άμεσο μέλλον. Ήταν ακόμη ένα φαινόμενο υπό διερεύνηση, του οποίου τη δυναμική κανείς δεν γνώριζε.

Η πραγματική αλλαγή (και οι αρνητικές της συνέπειες) φάνηκε από τον Νοέμβριο του ’20 και μετά, όταν η επιδημιολογική εικόνα επιδεινώθηκε πολύ και για έναν ολόκληρο χειμώνα μικροί και μεγάλοι κλειστήκαμε στα σπίτια μας. Το σπίτι απέκτησε κι άλλους ρόλους πέρα από τον προφανή, έγινε συγχρόνως χώρος εργασίας, χώρος ψυχαγωγίας και ό,τι άλλο. Η καθημερινότητα προφανώς άλλαξε για όλους, απλώς στα παιδιά ο χρόνος και οι επιπτώσεις μετρούν διαφορετικά. Τα παιδιά και οι έφηβοι φορτίζονται συναισθηματικά με διαφορετικούς μηχανισμούς σε σχέση με τους ενήλικες: όλα τα βιώνουν πιο έντονα, και τα θετικά και τα αρνητικά συναισθήματα. 

Εδώ χρειάζεται να ξεκαθαριστούν δύο πράγματα. Το ένα είναι η γενικότερη κατάσταση του εγκλεισμού και ο περιορισμός της ελεύθερης κοινωνικής δραστηριότητας των εφήβων λόγω εξωτερικών συνθηκών, οι οποίες ήταν ίδιες για όλους. Το δεύτερο είναι η πραγματικότητα  της κάθε οικογένειας. Είναι γνωστό ότι κάθε σπίτι αποτελεί έναν χωριστό «πλανήτη», έναν μικρόκοσμο με δικούς του κανόνες και δική του ατμόσφαιρα.  Οι έφηβοι στην πανδημία έγιναν ο καθρέφτης της οικογένειας τους, με άλλα λόγια οι δυσλειτουργίες στη δομή της οικογένειας, εφόσον υπήρχαν, βγήκαν στην επιφάνεια και οι έφηβοι τις αφομοίωσαν όλες, αφού το κρύψιμο των προβλημάτων «κάτω από το χαλί» δεν μπόρεσε να λειτουργήσει στη διάρκεια της πανδημίας με όλα τα μέλη της οικογένειας κλεισμένα στον ίδιο χώρο.  Οι φοβίες και τα άγχη των ενηλίκων σε όλα τα επίπεδα επηρέασαν τα παιδιά. Απλώς πρέπει να επισημανθεί ότι ο δείκτης της επικινδυνότητας της κατάστασης στο μυαλό του εφήβων καθορίστηκε από το πόσο χαλαρά ή βαριά βίωσε την πανδημία η οικογένειά του. Και εδώ η ευθύνη των ενηλίκων είναι μεγάλη: οι έφηβοι είναι μεγάλα παιδιά και με ευθύνη πρέπει να ενημερώνονται για μία κατάσταση, αλλά χωρίς να τρομοκρατούνται, χωρίς να τους δημιουργούνται φοβίες ή ενοχές σε υπερβολικό βαθμό. Χρειάζεται να κρατηθεί ισορροπία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υπάρχουν εύκολες λύσεις. Δηλαδή, δίπλα στο γεγονός ότι ένας έφηβος με κοινωνική δραστηριότητα μπορεί να μεταδώσει τον ιό στον γονέα ή στον παππού, πρέπει να σταθμιστεί και η ψυχική υγεία των εφήβων (που χρειάζεται να βγουν, να διασκεδάσουν ή να φλερτάρουν).  Η κοινωνική δραστηριότητα στους εφήβους και στα παιδιά γενικά είναι βασικό συστατικό της ομαλής ψυχοκοινωνικής τους ανάπτυξης.

Το σχολείο, με τη σειρά του, είναι ο κατεξοχήν χώρος έκφρασης των παιδιών, εκεί που φαίνεται αμέσως αν ένα παιδί είναι ψυχικά υγιές, χαρούμενο, μελαγχολικό ή θυμωμένο. Τα παιδιά είναι ευαίσθητα και επηρεάζονται αμέσως από όσα συμβαίνουν στο σπίτι τους. Οι γονείς είμαστε αυτοί που τελικά μεταφέραμε στα παιδιά μας τον τρόπο που αντιληφθήκαμε και βιώσαμε αυτή την κατάσταση. Φέτος τον Σεπτέμβρη τα παιδιά επέστρεψαν σε μία σχετική  «κανονικότητα» και παρουσιάστηκαν αμέσως ποικίλες αγχώδεις διαταραχές, διαταραχές στον ύπνο και στο φαγητό, μελαγχολική διάθεση, απόσυρση, σχολική φοβία, επιθετικότητα, σε βαθμό πολλαπλάσιο από το αναμενόμενο (τέτοια φαινόμενα δεν είναι καινούργια, η διαφορά είναι στη συχνότητα). Σχεδόν κανένας μαθητής δεν έμεινε αλώβητος, αφού ακόμα και όσοι δεν εμφάνισαν κάτι από τα παραπάνω, διατήρησαν ως «προίκα» του περσινού εγκλεισμού την αυξημένη χρήση ηλεκτρονικών μέσων (στα όρια της εξάρτησης) ή/και τη δυσκολία να ξαναμπούν στον μαθητικό ρόλο. Οι εξαιρέσεις πολύ – πολύ λίγες.

Θα μπορούσε κανείς να αναλύσει διεξοδικά κάθε έναν από τους παραπάνω τομείς, αλλά το ζητούμενο δεν είναι αυτό. Χρειάζεται ως γονείς να αντιληφθούμε τι κάνουμε, συνειδητά ή ασυνείδητα, και που θέλουμε να οδηγήσουμε τα παιδιά μας. Να μάθουμε να τα ακούμε και να τα συναισθανόμαστε, γιατί η γνώση για το «καλό» και το «κακό» των παιδιών μας δεν είναι γονεϊκό προνόμιο που το δικαιούμαστε αυτοδίκαια λόγω ρόλου. Χρειάζεται να το ψάχνουμε συνεχώς, να το επαναπροσδιορίζουμε, αφού πρώτα λάβουμε υπόψη τους άμεσα ενδιαφερόμενους και τις ανάγκες τους.